δυσεντερία

Revision as of 19:46, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A dysentery, Hp.Aph.3.12 (pl.), al., Hdt.8.115, Pl. Ti.86a (pl.), Arist.Pr.861b16, etc.

German (Pape)

[Seite 679] ἡ. Durchfall, Ruhr mit Leibschneiden; Her. 8, 115; Plat. Tim. 86 a u. Folgde, bes. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεντερία: ἡ, «ἕλκωσις ἐντέρων μετὰ φλεγμονῆς καὶ ἀποκρίσεως αἱματωδῶν… ἀπολυμάτων, Λατ. tormina intestinorum, Ἱππ. Ἀφ. 1247 κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 8. 115, Πλάτ. Τιμ. 86Α· πρβλ. λειεντερία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dysenterie, affection des intestins.
Étymologie: δυσ-, ἔντερα.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. δυσεντερίη Hdt.8.115, Hp.Aph.6.3, BCH 66-67.1942-43.181 (Abdera IV a.C.), Aret.SD 2.9.1

• Grafía: graf. tard. δυσσεντ- Hippiatr.Lugd.166
medic. disentería ἐπιλαβὼν δὲ λοιμός τε τὸν στρατὸν καὶ δ. ... ἔφθειρε Hdt.l.c., cf. Pl.Tht.142b, I.AI 6.3, ταλαιπωρεῖν ὑπό τε τοῦ λιμοῦ καὶ τῆς δυσεντερίας Plb.32.15.14, δυσεντερίαι καὶ διάρροιαι Hp.Aër.3, cf. Aff.23, Aph.3.12, Pl.Ti.86a, Arist.Pr.861b16, Aret.l.c., πρὸς δυσεντερίας καὶ τεινεσμούς Dieuch.16.29, τοῦ γὰρ θέρεος δυσεντερίαι τε πολλαὶ ἐμπίπτουσι Hp.Aër.7, cf. Epid.1.15, ἕως δυσεντερίας γενομένης καὶ κινδυνεύσασα ... ἔτεκε σάρκα ἣν καλοῦσι μύλην Arist.GA 775b32, δ. ἐστὶν ἕλκωσις ἐντέρων Gal.19.421, cf. 14.753, ref. una evacuación sanguinolenta, Gal.8.370, 18(1).724, ἡπατικὴ δ. disentería hepática Alex.Trall.2.397.15, quizá de caballos y otros équidos BCH l.c., cf. Hippiatr.39.tít.

English (Strong)

from δυσ- and a comparative of ἐντός (meaning a bowel); a "dysentery": bloody flux.

Greek Monolingual

και λυσιντερία, λυσαντερία, λυσοντερία, η (AM δυσεντερία)
οξεία λοιμώδης νόσος με οδυνηρή και αιματηρή διάρροια, η οποία προκαλεί ελκώδεις βλάβες του βλεννογόνου του εντέρου.

Greek Monotonic

δυσεντερία: ἡ (ἔντερον), δυσεντερία, λοιμώδης νόσος των εντέρων, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσεντερία: ион. δυσεντερίη ἡ тяжелый понос Her., Plat., Arst.

Middle Liddell

δυσ-εντερία, ἡ, ἔντερον
dysentery, Hdt., Plat.

Chinese

原文音譯:dusenter⋯a 低士-恩帖里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:病-在內
字義溯源:痢疾;由(δυσ)*=難)與(ἐντός)=裏面)組成;而 (ἐντός)出自(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 痢疾(1) 徒28:8

Translations

ar: زحار; ast: Disentería; az: Dizenteriya; ba: Дизентерия; bg: Дизентерия; bn: আমাশয়; ca: Disenteria; cs: Úplavice; cy: Dysentri; da: Dysenteri; de: Dysenterie; el: Δυσεντερία; en: Dysentery; eo: Disenterio; es: Disentería; et: Düsenteeria; eu: Disenteria; fa: دیسانتری; fiu_vro: Verine kõtutõbi; fi: Punatauti; fr: Dysenterie; fy: Dysentery; ga: Dinnireacht; gl: Disentería; he: דיזנטריה; hi: पेचिश; hr: Dizenterija; hu: Vérhas; hy: Դիզենտերիա; hyw: Թանչ; id: Disentri; io: Disenterio; is: Blóðkreppusótt; it: Dissenteria; jam: Disnchri; ja: 赤痢; kbp: Anɩza kʊdɔŋ; kk: Дизентерия; ko: 이질; ln: Mokungúlu; lt: Dizenterija; lv: Dizentērija; ml: വയറുകടി; ne: आउँ; nl: Dysenterie; nn: Dysenteri; no: Dysenteri; pl: Dyzenteria; pt: Disenteria; qu: Yawar q'icha; ro: Dizenterie; ru: Дизентерия; sa: अन्नगन्धिः; scn: Dissintirìa; sh: Dizenterija; simple: Dysentery; sl: Griža; sr: Дизентерија; sv: Dysenteri; sw: Ugonjwa wa kuhara; ta: இரத்தக்கழிசல்; te: రక్త విరేచనాలు; th: โรคบิด; tl: Iti; tr: Dizanteri; tt: Дизентерия; uk: Дизентерія; ur: پیچش; uz: Dizenteriya; vi: Lỵ; za: Bingh'okleih; zh_min_nan: Lī-chi̍t; zh_yue: 痢疾; zh: 痢疾