εἰσίζομαι

Revision as of 20:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A take one's station in, ἐσίζεσθαι λόχον ἀνδρῶν Il.13.285.

German (Pape)

[Seite 743] λόχον, sich in einen. Hinterhalt legen, Il. 13, 285.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσίζομαι: μέσ. κάθημαι εἰς, ἐπειδὰν πρῶτον ἐσίζηται λόχον ἀνδρῶν, «ἐπὰν ἅπαξ καθεσθῇ ἐν τῇ ἐνέδρᾳ τῶν ἀνδρῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 285.

Greek Monolingual

εἰσίζομαι (Α)
κάθομαι χαμηλά.

Greek Monotonic

εἰσίζομαι: Μέσ., κάθομαι σε, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσίζομαι: ион. ἐσίζομαι садиться: ἐ. λόχον Hom. засесть в засаду.

Middle Liddell

Mid. to sit down in, c. acc., Il.