εἰσίζομαι
From LSJ
English (LSJ)
take one's station in, ἐσίζεσθαι λόχον ἀνδρῶν Il.13.285.
German (Pape)
[Seite 743] λόχον, sich in einen. Hinterhalt legen, Il. 13, 285.
Russian (Dvoretsky)
εἰσίζομαι: ион. ἐσίζομαι садиться: ἐ. λόχον Hom. засесть в засаду.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσίζομαι: μέσ. κάθημαι εἰς, ἐπειδὰν πρῶτον ἐσίζηται λόχον ἀνδρῶν, «ἐπὰν ἅπαξ καθεσθῇ ἐν τῇ ἐνέδρᾳ τῶν ἀνδρῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 285.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
εἰσίζομαι: Μέσ., κάθομαι σε, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
Mid. to sit down in, c. acc., Il.