εὐστάλεια

Revision as of 20:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰ], Ion. -ιη, ἡ,    A simple arrangement, Hp.Art.82.    2 orderliness, ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων Phld.Oec.p.65J.    3 of troops, light equipment, Plu.Sert.12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐστάλεια: ἡ, ἁπλῆ διευθέτησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839∙ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ εὐσταλίη: ἐπὶ στρατευμάτων, ἐλαφρότης στολῆς, ἐνδυμασίας, Πλουτ. Σερτώρ. 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
agilité, légèreté.
Étymologie: εὐσταλής.

Greek Monolingual

εὐστάλεια και ιων. τ. εὐσταλίη, ἡ (Α)
ευσταλής
1. καλή διάταξη, τοποθέτηση
2. συμμετρία, αναλογίαεὐστάλεια ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.)
3. (για στρατεύματα) η ελαφρότητα του οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», Πλούτ.).

Greek Monotonic

εὐστάλεια: ἡ, ψιλός, ελαφρός οπλισμός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

εὐστάλεια, ἡ,
light equipment, Plut. [from εὐστᾰλής]