εὐτελισμός
English (LSJ)
ὁ, A disparagement, Longin.11.2 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐτελισμός: ὁ, ἐξευτελισμός, ταπείνωσις, Λογγῖνος 11. 2, ἐν τῷ πληθ.
Greek Monolingual
εὐτελισμός, ὁ (ΑΜ) ευτελίζω
εξευτελισμός, εξευτέλιση, ταπείνωση.
ὁ, A disparagement, Longin.11.2 (pl.).
εὐτελισμός: ὁ, ἐξευτελισμός, ταπείνωσις, Λογγῖνος 11. 2, ἐν τῷ πληθ.
εὐτελισμός, ὁ (ΑΜ) ευτελίζω
εξευτελισμός, εξευτέλιση, ταπείνωση.