ταπείνωσις
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A lowering, of a movement in dancing, Pl.Lg.815a.
2 lessening, opp. αὔξησις, Arist.PA689a25; reduction of a swelling, Gal.12.816.
3 humiliation, abasement, Zeno Stoic.1.51 (pl.), Plb.9.33.10; ταπείνωσις καὶ δουλεία D.S.2.45; δυνάμεώς τινων ποιεῖν ταπείνωσιν Id.11.87, cf. Plu.Arist.7; ἀγέννεια καὶ ταπείνωσις Phld.Herc.1457.4; low estate, low condition, LXX Ge.29.32, Ev.Luc. 1.48, al.
4 lowness of style, Plu.2.7a, Quint.Inst.8.3.48.
5 dejection of a planet (cf. ταπείνωμα), Doroth.86.
German (Pape)
[Seite 1069] ἡ, Erniedrigung, bes. Niedergeschlagenheit, Feigheit, auch das Demütigen, die Demut, Gegensatz ὕψος, Plat. Legg. VII, 815 a; τῆς πόλεως, Pol. 9, 33, 10.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 abaissement, amoindrissement, humiliation;
2 abattement, découragement;
3 bassesse du style.
Étymologie: ταπεινόω.
Russian (Dvoretsky)
τᾰπείνωσις: εως ἡ
1 унижение, умаление (δουλεία καὶ τ. Diod.);
2 малодушие, уныние, трусость (τῆς πόλεως Polyb.);
3 пошлость, вульгарность (τῆς λέξεως Plut.);
4 смирение NT.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰπείνωσις: ἡ, χαμήλωσις, καταβίβασις, ταπείνωσις, Πολύβ. 9. 33, 10· δουλεία καὶ τ. Διόδ. 2. 45· τ. ποιεῖν τινος ὁ αὐτ. 11. 87· κατάπτωσις, ἧττα, Πλάτ. Νόμ. 815Α, Πλούτ. 2) ἐλάττωσις, σμίκρυνσις, ἐξευτελισμός, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 49. 3) ταπεινὴ κατάστασις, Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΘ΄, 32), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 48, κ. ἀλλ. 4) ταπεινότης ὕφους, Πλούτ. 2. 7Α, Quintil. Inst. 8. 3, 48.
English (Strong)
from ταπεινόω; depression (in rank or feeling): humiliation, be made low, low estate, vile.
English (Thayer)
ταπεινώσεως, ἡ (ταπεινόω), lowness, low estate (humiliation): σῶμα, 1b.); metaphorically, spiritual abasement, leading one to perceive and lament his (moral) littleness and guilt, Plato, Aristotle, Polybius, Diodorus, Plutarch; the Sept. for עֳנִי.) (See references under the word ταπεινοφροσύνη.)
Greek Monotonic
τᾰπείνωσις: ἡ,
1. εξευτελισμός, καταβίβαση, ταπείνωση, σε Πλάτ.
2. χαμηλή κοινωνική θέση, ταπεινή κατάσταση, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
τᾰπείνωσις, εως, [from τᾰπεινόω]
1. humiliation, abasement, defeat, Plat.
2. low estate, low condition, NTest.
Chinese
原文音譯:tape⋯nwsij 他胚挪西士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:卑微 相當於: (עֳנִי)
字義溯源:卑賤,屈辱,降卑,卑微;源自(ταπεινόω)=降為卑),而 (ταπεινόω)出自(ταπεινός)*=喪氣)
出現次數:總共(4);路(1);徒(1);腓(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 卑微(2) 路1:48; 徒8:33;
2) 降卑(1) 雅1:10;
3) 卑賤(1) 腓3:21