ζυμοειδής

Revision as of 21:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A = ζυμώδης, Sch.Orib.4p.526D.

Greek Monolingual

-ές (Α ζυμοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ζύμη, όμοιος με προζύμι, ζυμώδηςζυμοειδής μάζα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + -ειδής (< είδος)].