θεμιτεύω

Revision as of 21:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

= θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων    A keeping lawful orgies, E. Ba.79 (lyr., metri gr.).

German (Pape)

[Seite 1194] s. θεμιστεύω.

Greek (Liddell-Scott)

θεμῐτεύω: θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων, τηρῶν νόμιμα ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 79 (κατὰ Musgr., χάριν τοῦ μέτρου).

Greek Monolingual

θεμιτεύω (Α) θέμις (Ι)]
αντί θεμιστεύω, τελώ νομίμως.

Greek Monotonic

θεμῐτεύω: = θεμιστεύω, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θεμῐτεύω: справлять по установленным обычаям (ὄργια Eur.).

Middle Liddell

θεμῐτεύω, = θεμιστεύω, Eur.] [from θεμῐτός]