θελξιμελής

Revision as of 21:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A charming with music, [[[φόρμιγξ]]] IG3.400.

German (Pape)

[Seite 1193] ές, durch Gesang bezaubernd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θελξιμελής: -ές, καταθέλγων διὰ τῆς μουσικῆς, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1053.

Greek Monolingual

θελξιμελής, -ές (Α)
αυτός που θέλγει με τη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -μελής (< μέλος- «μελωδία»), πρβλ. εμ-μελής, παμ-μελής].