κακοθημοσύνη

Revision as of 22:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A disorderliness, Hes.Op.472.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, Unordentlichkeit, Ggstz εὐθημοσύνη, Hes. O. 474.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοθημοσύνη: ἡ, τὸ κακῶς διατίθεσθαί τινα τὰ ἑαυτοῦ, ἀταξία, ἀντίθετον τῷ εὐθυμοσύνη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 470.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
désordre, trouble.
Étymologie: κακός, τίθημι.

Greek Monolingual

κακοθημοσύνη, ἡ (Α)
αταξία, κακή διάταξη ή ρύθμιση πραγμάτων ή υποθέσεων («εὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῑς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακοθήμων < κακ(ο)- + ρίζα -θη- του τίθημι + επίθημα -μων (πρβλ. ευ-θημοσύνη)].

Greek Monotonic

κᾰκοθημοσύνη: ἡ (τί-θημι), αταξία, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοθημοσύνη: ἡ беспорядочность, неразбериха Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοθημοσύνη -ης, ἡ [κακός, τίθημι] slecht beheer.

Middle Liddell

κᾰκο-θημοσύνη, ἡ, τίθημι
disorderliness, Hes.