εὐθημοσύνη
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
ἡ,
A habit of good management, tidiness, Hes.Op. 471, X.Cyr.8.5.7, Ael.NA9.17, Dam.Isid.231.
II good order, of the course of nature, Plot.4.4.6,6.8.17.
III personified, Orph. Fr.336.
German (Pape)
[Seite 1069] ἡ, das Alles an seinen rechten Platz Setzen, Ordnungsliebe, -sinn, Hes. O. 473, im Gegensatz von κακοθημοσύνη, von Plut. Symp. 7, 2, 3 benutzt; vgl. Xen. Cyr. 8, 5, 7, u. von Sp. Ael. H. A. 9, 17. Ein Buch des Kriton περὶ εὐθημοσύνης erwähnt D. L. 2, 121.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
habitudes de bon ordre, amour de l'ordre.
Étymologie: εὐθήμων.
Russian (Dvoretsky)
εὐθημοσύνη: ἡ
1 надлежащий порядок, хорошее состояние Hes.;
2 любовь к порядку, аккуратность Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθημοσύνη: ἡ, τάξις εὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῖς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη, «τὸ καλῶς διατίθεσθαι καὶ οἰκονομεῖν τινα τὰ ἑαυτοῦ καλόν, τοὐναντίον δὲ φαῦλον» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 469. 2) ἕξις καλῆς τάξεως, κλίσις πρὸς εὐταξίαν, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 7, Αἰλ. π. Ζ. 9. 17.
Greek Monolingual
εὐθημοσύνη, ή (ΑΜ) ευθήμων
η έξη, η κλίση για τάξη, για νοικοκυροσύνη («εὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῖς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη», Ησίοδ.)
αρχ.
(για τη φύση) η καλή διάταξη, η αρμονία.
Greek Monotonic
εὐθημοσύνη: ἡ,
1. τάξη, καλή διαχείριση, σε Ησίοδ.
2. συνήθεια καλής τάξης, ευταξία, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὐθημοσύνη, ἡ,
1. good management, Hes.
2. a habit of good order, tidiness, Xen. [from εὐθήμων