κακοφροσύνη
English (LSJ)
ἡ, A folly, LXXPr.16.18, Opp.H.3.363 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1305] ἡ, Thorheit, Unbesonnenheit, Sp., wie Opp. H. 3, 363.
Greek (Liddell-Scott)
κακοφροσύνη: ἡ κακὴ διάθεσις, δυσμένεια, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙϚ΄,19). II. ἀνοησία, μωρία, Ὀππ. Ἁλ. 3. 363.
Greek Monolingual
κακοφροσύνη, ἡ (AM) κακόφρων
μωρία, ανοησία, αφροσύνη.