καλλυντής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A sweeper, cleaner, esp. in temples, οἱ ἐκ τοῦ ἱεροῦ κ. UPZ8.6 (ii B.C.). II = κουρεύς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1312] ὁ, der Schönmachende, κουρεύς VLL.
Greek (Liddell-Scott)
καλλυντής: -οῦ, ὁ, ὁ καλλύνων, «κουρεύς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ (Α καλλυντής) καλλύνω
αυτός που καλλύνει, που καλλωπίζει
αρχ.
1. ο νεωκόρος
2. ο κουρέας.