κατοίησις

Revision as of 08:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A self-conceit, Plu.2.1119b (pl.).

German (Pape)

[Seite 1402] ἡ, Einbildung von sich, neben μεγαλαυχία Plut. adv. Col. 21.

Greek (Liddell-Scott)

κατοίησις: -εως, ἡ, οἴησις, ἀλαζονικὴ γνώμη ἥν τις περὶ ἑαυτοῦ ἔχει, Πλούτ. 2. 1119Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
présomption, orgueil.
Étymologie: κατά, οἴομαι.

Greek Monolingual

κατοίησις, ἡ (Α) κατοίομαι
υπεροψία, έπαρση.

Russian (Dvoretsky)

κατοίησις: εως ἡ pl. самонадеянность, самомнение Plut.