ὁ, A folding, βοῶν PMeyer 12.24 (ii A.D.), etc.
κοιτασμός, ὁ (AM) κοιτάζωμσν.το μέρος όπου πλαγιάζει κάποιος, η κοίτηαρχ.(για ζώα) το κλείσιμο σε μάντρα, το μάντρωμα («κοιτασμὸς προβάτων, βοῶν», πάπ.).