μάντρωμα

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

το μαντρώνω
1. το κλείσιμο ζώων σε μαντρί
2. περίφραξη χώρου με μαντρότοιχο, με μάντρα
3. υποχρεωτική παραμονή σε κλειστό χώρο.