μάντρωμα

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

το μαντρώνω
1. το κλείσιμο ζώων σε μαντρί
2. περίφραξη χώρου με μαντρότοιχο, με μάντρα
3. υποχρεωτική παραμονή σε κλειστό χώρο.