κοίνωσις

Revision as of 09:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A mingling, Plu.2.430e.    II sharing, Asp.in EN181.1.

Greek (Liddell-Scott)

κοίνωσις: -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι κοινόν, ἤτοι ἀκάθαρτον, μίανσις, Ἐπιφάν. 1. 395Α.

Greek Monolingual

κοίνωσις, ἡ (Α) κοινώ
1. ανάμιξη, ανακάτεμα
2. μετοχή, συμμετοχή
3. μίανση, ρύπος, ρύπανση.