κοίνωσις

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοίνωσις Medium diacritics: κοίνωσις Low diacritics: κοίνωσις Capitals: ΚΟΙΝΩΣΙΣ
Transliteration A: koínōsis Transliteration B: koinōsis Transliteration C: koinosis Beta Code: koi/nwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A mingling, Plu.2.430e.
II sharing, Asp.in EN181.1.

Greek (Liddell-Scott)

κοίνωσις: -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι κοινόν, ἤτοι ἀκάθαρτον, μίανσις, Ἐπιφάν. 1. 395Α.

Greek Monolingual

κοίνωσις, ἡ (Α) κοινώ
1. ανάμιξη, ανακάτεμα
2. μετοχή, συμμετοχή
3. μίανση, ρύπος, ρύπανση.