κμητός

Revision as of 09:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A wrought, Hsch., EM521.31:—found only in compds. κνᾰδάλλω, = κνάω, scratch, Hsch. κνάζει· βοηθεῖ, Id. κναίω, = κνάω, prob.l. for καινιεῖ, LXXSi.38.28:— elsewh. only in compds. κνᾱκίας, κνᾱκός, κνάκων, Dor. for κνηκ-. κνᾶμις, v. κνημίς. κνάμπτω, v. κνάπτω. κνάξ· γάλα λευκόν, Hsch.; cf. κναξζβί (cj.κνάξ) Thespis 4.

German (Pape)

[Seite 1459] adj. verb. zu κάμνω, gearbeitet, mit Mühe u. Anstrengung verfertigt; Hesych. erkl. πεποιημένα, πεπονημένα. S. πολύκμ ητος.

Greek (Liddell-Scott)

κμητός: -ή, -όν, εἰργασμένος, κατειργασμένος, «κμητά· πεποιημένα, πεπονημένα» Ἡσύχ., πολύκμητος, κτλ.

Greek Monolingual

κμητός, -ή, -όν (Α)
φτιαγμένος, κατεργασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κμη- που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα της ρίζας καμᾶ (Kοmeә2) του ρ. κάμνω (πρβλ. παρακμ. κέ-κμη-κα) + επίθημα -τός. Εμφανίζεται συν. ως β' συνθετικό (πρβλ. ανδρό-κμητος, πολυ-κμητος)].