κναφικός

Revision as of 09:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

later γνᾰφ-, ή, όν,    A = κναφευτικός, Dsc.4.160, Suid. s.v. κνάφος; γνᾰφική (sc. ἐργασία), ἡ, fuller's trade, PLond.2.286 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1459] = κναφευτικός, z. B. κτείς, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κνᾰφικός: ἢ γναφ-, ή, όν, = κναφευτικός, Διοσκ. 4. 163, Σουΐδ.

Greek Monolingual

κναφικός, -ή, -όν (AM)
βλ. γναφικός.