γναφικός
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
Full diacritics: γναφικός | Medium diacritics: γναφικός | Low diacritics: γναφικός | Capitals: ΓΝΑΦΙΚΟΣ |
Transliteration A: gnaphikós | Transliteration B: gnaphikos | Transliteration C: gnafikos | Beta Code: gnafiko/s |
v. κναφικός.
-ή, -ό (AM γναφικός, -ή, -όν, Α και κναφικός, -ή, -όν)
ο γναφευτικός.
weichere Form für κναφικός.