κομμώ

Revision as of 09:33, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

οῦς, ἡ,    A priestess who adorned the seated statue of Athena on the Acropolis of Athens, AB273.

German (Pape)

[Seite 1479] οῦς, ἡ, die Schmückende, nach B. A. 273, 6 ἡ κοσμοῦσα τὸ ἕδος τῆς Ἀθηνᾶς ἱέρεια.

Greek (Liddell-Scott)

κομμώ: -οῦς, ἡ, κομμώτρια, Α. Β. 273.

Greek Monolingual

(I)
κομμώ, οῡς, ἡ (Α)
η ιέρεια που φρόντιζε το άγαλμα της Αθηνάς στην Ακρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κομ- του κομῶ «φροντίζω» + κατάλ. -ώ- (πρβλ. βριμ-ώ, πειθ-ώ). Το διπλό -μμ- οφείλεται σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό].
(II)
κομμῶ, -όω) κομμώ (Ι)]
καλλιεπώ, χρησιμοποιώ ρητορικά σχήματα στον λόγο μου
αρχ.
κοσμώ, καλλωπίζω.