κρυσταλλώδης

Revision as of 10:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες,    A icy, glacial, Ptol.Tetr.94, D.C.49.31; of water, clear, PHolm.25.33.

German (Pape)

[Seite 1516] ες, = κρυσταλλοειδής, D. Cass. 49, 31 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κρυσταλλώδης: -ες, = κρυσταλλοειδής, Δίων Κ. 49. 31.

Greek Monolingual

-ες (AM κρυσταλλώδης, -ῶδες) κρύσταλλος
κρυσταλλοειδής, αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή με πάγο
μσν.-αρχ.
(για νερό) διαυγής, καθαρός.