λαγωδίας

Revision as of 10:31, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ, a bird,    A = ὦτος, Alex.Mynd. ap. Ath.9.390f.

German (Pape)

[Seite 4] ὁ, ein Vogel, wegen seiner rauhen Füße nach dem Hafen benannt, sonst ὦτος, Ath. IX, 390 f.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγωδίας: -ου, ὁ, πτηνόν τι, ἴσως ταὐτὸν τῷ λαγὼς ΙΙ, Ἀλέξανδρ. Μύνδιος παρ’ Ἀθην. 390F.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
duc, hibou à pattes velues comme celles des lièvres, oiseau.
Étymologie: λαγώς.

Greek Monolingual

λαγωδίας, ὁ (Α)
είδος πτηνού με δασύτριχα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώδιον + κατάλ. -ίας, που απαντά συχνά σε ονομασίες ζώων].