λαγωδίας
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
-ου, ὁ, a bird, = ὦτος, Alex.Mynd. ap. Ath.9.390f.
German (Pape)
[Seite 4] ὁ, ein Vogel, wegen seiner rauhen Füße nach dem Hafen benannt, sonst ὦτος, Ath. IX, 390 f.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
duc, hibou à pattes velues comme celles des lièvres, oiseau.
Étymologie: λαγώς.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγωδίας: -ου, ὁ, πτηνόν τι, ἴσως ταὐτὸν τῷ λαγὼς ΙΙ, Ἀλέξανδρ. Μύνδιος παρ’ Ἀθην. 390F.
Greek Monolingual
λαγωδίας, ὁ (Α)
είδος πτηνού με δασύτριχα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώδιον + κατάλ. -ίας, που απαντά συχνά σε ονομασίες ζώων].