μακροβιότης

Revision as of 11:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A longevity, Arist.Rh. 1361b32, Gal.14.297, Alex.Aphr. in Top.258.4; of plants, Thphr.HP4.13.2.

Greek (Liddell-Scott)

μακροβιότης: -ητος, ἡ, τὸ ζῆν μακρὸν χρόνον, μακροζωΐα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 15· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 2· οὕτω, μακροβιοτία, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. 180.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
longévité.
Étymologie: μακρόβιος.

Greek Monotonic

μακροβιότης: -ητος, ἡ, μακροζωία, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μακροβιότης: ητος ἡ долгая жизнь, долговечность Arst., Diog. L.

Middle Liddell

μακροβιότης, ητος, ἡ, [from μακρόβιος
longevity, Arist.