ὁ, A one who prates about high things, Cerc.4.45.
μετεωροκόπος, ο (Α)αυτός που φλυαρεί για υψηλά πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος, θεατρο-κόπος.