μεταψαίρω
English (LSJ)
A brush against, ποδὶ πέτρον E.Ph.1390.
German (Pape)
[Seite 157] wegscharren, -schieben, ποδὶ πέτραν, Eur. Phoen. 1399, Hesych. erkl. μεταφέρω.
Greek (Liddell-Scott)
μεταψαίρω: προστρίβω εἰς..., ποδὶ πέτρον Εὐρ. Φοίν. 1390.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
μεταψαίρω (Α)
προστρίβω, τρίβω, βουρτσίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. <μετ(α)- ψαίρω «κινούμαι, τινάζομαι»].
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
μεταψαίρω: отталкивать, отодвигать (πέτρον ποδί Eur.).