ναυσιπέδη

Revision as of 13:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A anchor, Luc.Lex.15.

German (Pape)

[Seite 232] ἡ, Schiffsband, -feil, Luc. Lexiph. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσῐπέδη: ἡ, καλῴδιον πλοίου, Λουκ. Λεξιφ. 15.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
amarre, propr. entrave d’un navire.
Étymologie: ναῦς, πέδη.

Greek Monolingual

ναυσιπέδη, ἡ (Α)
καραβόσχοινο ή άγκυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. -ναυσί του ναῦς «πλοίο» + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη)].

Russian (Dvoretsky)

ναυσῐπέδη: ἡ причальный канат (ναυσιπέδας ἀφιέναι Luc.).