ὁ, A wetting, Dam.Isid.92. II moisture, Sor.1.118.
νοτισμός: ὁ, ὑγρότης, οἵα ἡ τῶν δακρύων, Φωτ. Βιβλ. 342. 11.
ο (ΑΜ νοτισμός) νοτίζωνότισμα, ύγρανσημσν.-αρχ.εμπότιση αντικειμένων σε νερό ή σε άλλο υγρό, διαβροχή.