διαβροχή
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ἡ, maceration, v.l. in Dsc.2.107, cf. Antyll. ap. Orib.4.11.2; soaking, wetting, σωμάτων ib.9.23.1.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
mojadura σωμάτων Antyll. en Orib.9.23.1, στομάχου καὶ ἥπατος Aët.1.121, πρὸς τὰς φλεγμονὰς κατὰ τῆς κεφαλῆς Paul.Aeg.3.7, cf. Hippiatr.Cant.108.2
•ref. alimentos remojo, maceración Dsc.2.107 (cód.), Antyll. en Orib.4.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
διαβροχή: ἡ, διάβρεξις, μούσκευμα, Διοσκ. 2, 129, Ἄντυλλ. (Ὀρειβ. 1. 301., 2, 234 B-Dar.)
Greek Monolingual
η (AM διαβροχή)
διάβρεξη, μούσκεμα.
German (Pape)
ἡ, das Durchnässen.