ξυλουργέω

Revision as of 13:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Ion. ξῠλ-οργέω,    A work wood, Hdt.3.113.

German (Pape)

[Seite 281] Holz verarbeiten, Her. 3, 113.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλουργέω: (*ἔργω) ἐργάζομαι τὸ ξύλον, ἅπας τις τῶν ποιμένων ἐπίσταται ξυλουργέειν ἐς τοσοῦτο Ἡρόδ. 3. 113· μεταφ., ξυλουργεῖν λόγους Τζέτζ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
travailler le bois.
Étymologie: ξύλον, ἔργον.

Greek Monotonic

ξῠλουργέω: (*ἔργω), κατεργάζομαι ξύλα, είμαι ξυλουργός, μαραγκός, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλουργέω: обрабатывать дерево, плотничать Her.

Middle Liddell

ξῠλ-ουργέω, [*ἔργω
to work wood, Hdt.