νεότροφος

Revision as of 13:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A = νεοτρεφής, A.Ag.724 (lyr.), Cratin.326.

German (Pape)

[Seite 245] frisch, jung ernährt, τέκνον, Aesch. Ag. 706.

Greek (Liddell-Scott)

νεότροφος: ον = νεοτρεφής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 724, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 158.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouveau-né (propr. nourri depuis peu).
Étymologie: νέος, τρέφω.

Greek Monolingual

νεότροφος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) νεοτρεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό-τροφος].

Greek Monotonic

νεότροφος: -ον (τρέφω), = νεοτρεφής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νεότροφος: Aesch. = νεοτρεφής.

Middle Liddell

νεό-τροφος, ον, τρέφω = νεοτρεφής, Aesch.]