οὐλάς

Revision as of 14:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

άδος, ἡ, pecul. fem. of οὖλος (B),    A crisped, crinkled, χαίτη δρυός, of oak-leaves, Nic.Al.260.    II as Subst., = πήρα, θύλακος, πτωχῶν οὐ. ἀεὶ κενεή Call.Fr.360 (θυλὰς cj. Ruhnken for οὐλαὶ, κενεή Hecker for κεναί), cf. Hsch. s. vv. θυλίδες, θυλλίς, οὐλάδες, Phot., Sch.Theoc.1.53; restd. for οὖδας in AP7.413 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 412] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu οὖλος, χαίτην δρυὸς οὐλάδα κόψας, Nic. Al. 260, wohl das dichte Laub, aber der Schol. erkl. ὑγιαστική. Nach Tzetz. zu Lycophr. 183 = πήρα, Ranzen, wie Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλάς: -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ οὖλος (Β), οὔλη, «σγουρή», ἐπὶ τῶν φύλλων δρυός, Νικ. Ἀλεξιφ. 260. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = πήρα, θύλακος, Ἡσύχ., Φώτ., Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 183· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ οὖδας ἐν Ἀνθ. Π. 7. 413· ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 440.

Greek Monolingual

οὐλάς, -άδος, ἡ (Α)
1. (ως επίθ., ανώμ. θηλ. του οὖλος) σγουρή, κατσαρή
2. ως ουσ. θύλακος, πήρα, σακούλαοὐλάδες
πῆραι, θύλακοι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μον-άς)].

Russian (Dvoretsky)

οὐλάς: άδος (ᾰδ) ἡ дорожная сума Anth.