πανάθεστος

Revision as of 14:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, (θέσσασθαι)    A quite inexorable, Hsch. (παναίθετος cod.).

German (Pape)

[Seite 456] ganz unerbittlich, πάντα ἀπαραίτητος, Hesych., wo aber παναίθετος verschrieben ist.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάθεστος: -ον, (θέσασθαι) ὅλως ἀδυσώπητος, «πάντῃ ἀπαραίτητος» Ἡσύχ.· Κῶδ. παναίθετος.

Greek Monolingual

πανάθεστος, -ον (Α)
εντελώς αδυσώπητος, απηνέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄθέστος «σκληρός, άτεγκτος»].