παντοπωλεῖον

Revision as of 14:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A place where all sorts of things are for sale, general market, bazaar, Pl.R.557d, Sammelb.6803iii 11 (iii B. C.), Wilcken Chr.415.78, POxy.520.1,2 (both ii A. D.): written παντοπωλεῖον in Aen. Tact.30.1, Poll.7.16.

German (Pape)

[Seite 464] τό, Ort, wo man allerlei verkauft, Poll. 7, 16. S. παντοπώλιον.

Greek (Liddell-Scott)

παντοπώλιον: τό, τόπος ἔνθα παντὸς εἴδους πράγματα πωλοῦνται, Πλάτ. Πολ. 557D, Πολυδ. Ζ΄, 16· παντοπωλεῖον παρ’ Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu ou boutique où l’on vend des marchandises de toute sorte, bazar.
Étymologie: πᾶν, πωλέω.

Greek Monolingual

τὸ, Α παντοπώλης
τόπος όπου πωλούνται κάθε είδους πράγματα.

Greek Monotonic

παντοπώλιον: τό, μέρος όπου όλα τα πράγματα είναι προς πώληση, γενική αγορά, παζάρι, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παντοπώλιον -ου, τό πᾶς, πωλέω bazaar.

Russian (Dvoretsky)

παντοπώλιον: τό место продажи всевозможных товаров, рынок, базар Plat.

Middle Liddell

παντοπώλιον, ου, τό,
a place where all things are for sale, a general market, bazaar, Plat.

English (Woodhouse)

bazaar, general market, general store where anything can be bought, general store, place where all sorts of things are for sale