παραξύω

Revision as of 15:23, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A = παραξέω 1.1, παραξύοντες ἐγγύθεν ἔπαιον prob. in J.BJ3.10.9 ; πέλαγος π. τὴν Συρίαν Anon. Geog.Comp.50, cf. Procop. Aed. 2.6 ; π. κανόνα AP6.65 (Paul. Sil.): metaph., π. τὸν ἰδιώτην graze the edge of vulgarity, Longin.31.2.

German (Pape)

[Seite 492] (s. ξύω), daneben, an der Seite abschaben, glätten, b. Paul. Sil. 51 (VI, 65) von dem Bleistifte, ὃς ἀτραπὸν οἶδε χαράσσειν ὀρθὰ παραξύων ἰθυτενῆ κανόνα. – Dah. daran hinstreifen, nahe daran gränzen, c. acc., Longin. 31, 2.

Greek (Liddell-Scott)

παραξύω: μέλλ. -ύσσω, = παραξέω Ι, παραξύοντες ἐγγύθεν ἔπαιον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 3. 10, 9 ἀναγνωστέον ἀντὶ -ξύνοντες· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 65· μεταφορ., Λογγῖν. 31. 2.

Greek Monolingual

Α ξύω
1. ξύνω πλαγίως ή επιφανειακά
2. μτφ. ψαύω κάτι, εγγίζω, ακουμπώ επιφανειακά.

Russian (Dvoretsky)

παραξύω: обстругивать, выглаживать (κανόνα Anth.).