ξύω
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
A Ep. impf. ξῦον Od.22.456: aor. ἔξῡσα Il.14.179, Hp.VC14 (ἐγ-ξύσῃ [ῠ] is prob. f.l. for -ξέσῃ in E.Fr.298 codd. Stob., and so διέξῠσεν for -έξεσεν in Nonn. D. 39.321):—Med., aor. ἐξῡσάμην X.Cyr. 6.2.32:—Pass., Sophr.150: aor. ἐξύσθην Arist.HA570a9, Thphr. CP5.6.13: pf. ἔξυσμαι Gal. 13.544, (περι-) Hp.Mul.2.192:—scratch, scrape, λίστροισιν δάπεδον ξῦον they scraped the floor with rakes, Od. l.c.; scratch, prov. τὸν ξύοντα ἀντιξύειν 'claw me, claw thee', Sophr.149; γέροντα κωνείῳ ξύοντα τὴν γῆν scratching a diagram on the earth, Call.Iamb.1.122; τῷ δακτύλῳ [τὴν γῆν] Sch.Ar.Ach.31; γράψαι τὸ ξῦσαι παρὰ τοῖς παλαιοῖς (i.e. in Hom., cf. γράφω I. 1) D.T. 630.28: metaph., ξῦσαι ἀπὸ γῆρας ὀλοιόν scrape off, get rid of, sad old age, h.Ven.224; πᾶσαν ᾐόνα ξύων scouring the whole coast, of a fisherman, Babr.6.1; = ἐπιξύω, graze, of stars which touch the horizon but do not set, Euc.Phaen.Prooem.p.2H.:—Med., scratch oneself, ξυόμενοι ἥδονται Democr.127; ξυόμενοι πρὸς τὰ δένδρα ἐκθλίβουσι τοὺς ὄρχεις Arist.HA578b4, cf.Pr.953b37; τὴν κεφαλὴν ξύστρᾳ ξ. Luc. Lex.5:—Pass., τοῦ πηλοῦ ξυσθέντος being scraped up, Arist.HA570a9; of land, to be eroded, be scoured away, by water, ξυσθείσης καὶ ἀφανισθείσης γῆς POxy.1911.193 (vi A. D.).
II shred, ξύων τὴν σάρκα [τοῦ χαραδριοῦ] ἐν οἴνῳ διδόναι πίνειν prob. in Hp.Int.37; [τιθύμαλλον] ἐν οἴνῳ ξύοντα πίνειν Thphr. HP 9.11.2.
III shape by whittling, shaving, or planing, κώπας ib.5.1.7:—Med., παλτὸν ξύσασθαι whittle oneself a javelin, X.l.c.
IV shear the nap of cloth, ἑανὸν ἕσαθ', ὅν οἱ Ἀθήνη ἔξυσ' ἀσκήσασα Il.14.179; cf. ξυστός 3, ξυστίς 1.
German (Pape)
[Seite 283] (vgl. ξέω), schaben, abreiben und dadurch glätten; λίστροισιν δάπεδον ξῦον, Od. 22, 456, sie rieben mit Schürfeisen den Fußboden ab u. glätteten ihn; vom Gewebe, ἑανὸν – ὅν οἱ Ἀθήνη ἔξυσ' ἀσκήσασα, Il. 14, 179, sie hatte das Gewand glatt gemacht, d. i. sauber und sein gearbeitet, denn der Weber muß das seine Gewebe sorgfältig von Flocken rein und glatt halten; ξῦσαι ἀπὸ γῆρας ὀλοιόν, das Alter hinwegreiben, tilgen, H. h. Ven. 225; vom Holze, schaben, glätten, Xen. Cyr. 6, 2, 32, im aor. med. ξύσασθαι, für sich; Sp.; Hesych. erkl. auch ritzen, einkratzen; ἔξυσμαι wird aus Sophron angeführt. – [Υ, welches bei Hom. in allen tempp. lang ist, wird von Nonn. im aor. kurz gebraucht, vgl. Wern. Tryph. 516.]
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἔξυσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐξύσθην, pf. ἔξυσμαι;
polir, rendre lisse, lisser;
Moy. ξύομαι (ao. ἐξυσάμην);
1 se gratter, se frotter : τὴν κεφαλήν LUC se gratter la tête;
2 gratter ; polir pour soi, acc..
Étymologie: R. Ξυ gratter.
Russian (Dvoretsky)
ξύω: (ῡ)
1 скоблить, скрести (δάπεδον λίστροισιν Hom.);
2 строгать: παλτὸν ξύσασθαι Xen. обстругать себе древко для дротика;
3 соскребывать, счищать (τὸν πηλόν Arst.);
4 чесать, почесывать (τὴν κεφαλὴν ξύστρᾳ Luc.);
5 тщательно отделывать, искусно изготовлять (ἑανόν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ξύω: Ἐπικ. παρατ. ξῦον Ὀδ.: ἀόρ. ἔξῡσα Ἰλ., (ἐγξύσῃ [ῠ], Εὐρ. Ἀποσπ. 300· ἀλλὰ παρὰ Νόνν. ἐν Δ. 39. 321 ἔξεσα εἶναι ἡ πιθαν. γραφή): ― Μέσ., ἀόρ. ἐξῡσάμην Ξεν. Κύρ. 6. 2, 32: ― Παθ., ἀόρ. ἐξύσθην Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 16, 2, Θεόφρ.: πρκμ. ἔξυσμαι (περι-) Ἱππ. 667. 39· πρβλ. ἀποξύω· (ἴδε ἐν λ. ξέω). Ξέω, λεῖον ποιῶ, λίστροισιν δάπεδον ξῦον, ἔξυνον καὶ ὡμάλυνον τὸ ἔδαφος διὰ τῶν ξυστήρων, Ὀδ. Χ. 456· ξ. τὴν σάρκα Ἱππ. 552. 46· ἐν οἴνῳ ξ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 2· ᾐόνα ξύων, ἐπὶ ἁλιέως, Βαβρ. 6. 1· μεταφορ., ξῦσαι ἀπὸ γῆρας ὀλοιόν, ἀποβαλεῖν τὸ ὀλέθριον γῆρας, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 225, πρβλ. Ἰλ. Ι. 446, καὶ ἴδε ἀποξύω. ― Μέσ., παλτὸν ξύομαι, ξύω, κατασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν ἀκόντιον, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 32· ξυόμενοι πρὸς τὰ δένδρα ἐκθλίβουσι τοὺς ὄρχεις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28, 3, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 12· τὴν κεφαλὴν ξύστρα ξ. Λουκ. Λεξιφάν. 5: ― Παθ., τοῦ πηλοῦ ξυσθέντος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 16, 2. ΙΙ. κνάπτω ὕφασμα μετὰ τὸ ὑφανθῆναι, ἑανὸν ἕσαθ᾽, ὅν οἱ Ἀθήνη ἔξυσ᾽ ἀσκήσασα Ἰλ. Ξ. 179· πρβλ. ξυστίς. ΙΙΙ. σκαλίζω, χαράττω, γράψαι τὸ ξῦσαι παρὰ τοῖς παλαιοῖς Διον. Θρᾷξ ἐν Α. Β. 630.
English (Autenrieth)
(cf. ξέω), ipf. ξῦον, aor. ἔξῦσε: shave, scrape smooth, smooth, Il. 14.179.
Spanish
Greek Monolingual
(ΑΜ ξύω)
βλ. ξύνω.
Greek Monotonic
ξύω: Επικ. παρατ. ξῦον, αόρ. αʹ ἔξῡσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐξυσάμην, σε Ξεν.· παρακ. ἔξυσμαι (συγγενές προς το ξέω)·
I. ξύνω, πλανίζω, ροκανίζω, λειαίνω ή στιλβώνω, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., ξῦσαι ἀπὸ γῆρας, αποξέω, απαλλάσσομαι από τη γεροντική ηλικία, αποβάλλω τα ολέθρια γηρατειά, σε Ομηρ. Ύμν. — Μέσ., παλτὸν ξύσασθαι, κατασκευάζω για τον εαυτό μου δόρυ, ακόντιο, σε Ξεν.
II. λειαίνω, επεξεργάζομαι με αβρότητα, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: shave, smooth, scratch (Il.).
Other forms: Aor. ξῦσαι, pass. ξυσθῆναι, perf. pass. ἔξυσμαι.
Compounds: Also w. prefix, e.g. ἀπο-. ἐπι-, κατα-, περι-.
Derivatives: Nomina actionis: 1. ξῦσις (ἀπό̃) f. shaving, scratching, ulceration, erosion (Hp., inscr.). 2. ξῦσμα (ἀπό- ξύω) n. filings, chip, lint etc. (Hp., Arist.) with ξυσμά-τιον, -τώδης (medic.); -λιον n. erosive plaster (Cyran.). 3. ξυσμή f. scratch (Sophr.), pl. scribbles (AP, D. T.). 4. ξυσμός m. itsching, irritation (Hp.). 5. κατα-ξυή f. smoothing (Didyma IIa). -- Nomina agentis and instrumenti: 6. ξυστήρ, -ῆρος (περι- ξύω) m. shaver, plane, rasp, file (Hp., hell. inscr.) with ξυστ-ηρίδιον (Phryn.), -ήριος (Paul. Aeg.). 7. ξύστρα f. plane, curry-comb (Hp., hell. inscr. a. pap.). 8. ξῦστρον = -τήρ (Sparta II p), also sickle, scythe on a wagon (D.S.); from it ξυστρίον (pap.IIa Paul. Aeg.), -στρίς H. s. στελγίς (= στλεγγίς), -στρωτός fluted, chamfered (LXX, Hero), -στρόομαι flute (Mylasa). 9. περι-ξύσ-της m. name of a chirurgical instruments (Hermes 38, 283). 10. ξυήλη (Dor. -άλη) f. plane-iron (X., H., Suid.). 11. ξυστάλλιον = ξῦστρον (Delos IIIa). -- Adj. ξυστικός belonging to shaving etc (medic. a.o.). -- On ξυστ-ίς, -όν, -ός and ξυρόν s. vv.
Origin: IE [Indo-European] [585] *ks(n)eu- shave, scratch.
Etymology: The generalized Greek formal system has no direct agreement. An athematic lengthened present with nasal infix is found in Skt. kṣṇáuti grind, whet, rub with the zero grade ptc. pres. kṣṇuvāná-. The nasal infix was also introduced in non-pres. for ms, e.g. ptc. perf. kṣṇutá- (= Av. hu-xšnuta- good sharpened), verbal noun kṣṇótram n. whetstone. The high age of this n -infixes appears from Lat. novācula f. razor from *novāre < *ksnovāre, a denominative or deverbative formation. One may further compare Lith. sku-t-ù, skù-s-ti shave, plane etc., if transformed from ksu-; s. Fraenkel s.v. -- Further forms with rich lit. in WP. 1, 450, Pok. 585, W.-Hofmann s. novā-cula, Mayrhofer s. kṣṇáuti. Cf. ξέω (and ξαίνω?).
Middle Liddell
akin to ξέω]
I. to scrape, plane, smooth or polish, Od.: metaph., ξῦσαι ἀπὸ γῆρας to scrape off, get rid of old age, Hhymn.:— Mid., παλτὸν ξύσασθαι to shape oneself a javelin-shaft, Xen.
II. to make smooth, work delicately, Il.
Frisk Etymology German
ξύω: {ksúō}
Forms: Aor. ξῦσαι, Pass. ξυσθῆναι, Perf. Pass. ἔξυσμαι,
Grammar: v.
Meaning: schaben, glätten, abschürfen (seit Il.).
Composita: auch m. Präfix, z.B. ἀπο-. ἐπι-, κατα-, περι-,
Derivative: Mehrere Ableitungen. Nomma actionis: 1. ξῦσις (ἀπό̃) f. das Schaben, Kratzen, die Zerfressung (Hp., Inschr. u.a.). 2. ξῦσμα (ἀπό- ~) n. Abschabsel, Span, Zupfleinwand (Hp., Arist. u.a.) mit ξυσμάτιον, -τώδης (Mediz. u.a.); -λιον n. zerfressendes Pflaster (Kyran.). 3. ξυσμή f. Krätze (Sophr.), pl. Gekritzel (AP, D. T.). 4. ξυσμός m. das Jucken, die Reizung (Hp.). 5. καταξυή f. das Glätten (Didyma IIa). — Nomina agentis und instrumenti: 6. ξυστήρ, -ῆρος (περι- ~) m. Schaber, Schabeisen, Raspel, Feile (Hp., hell. Inschr. u. a.) mit ξυστηρίδιον (Phryn.), -ήριος (Paul. Aeg.). 7. ξύστρα f. ‘Schabeisen, Strie- gel' (Hp., hell. Inschr. u. Pap.). 8. ξῦστρον = -τήρ (Sparta II p), auch Sichel, Sense am Wagen (D.S.); davon ξυστρίον (Pap.IIa Paul. Aeg.), -στρίς H. s. στελγίς (= στλεγγίς), -στρωτός ausgekehlt, kanneliert (LXX, Hero u.a.), -στρόομαι auskehlen (Mylasa). 9. περιξύστης m. N. eines chirurgischen Instruments (Hermes 38, 283). 10. ξυήλη (dor. -άλη) f. Schabmesser (X., H., Suid.). 11. ξυστάλλιον = ξῦστρον (Delos IIIa). — Adj. ξυστικός zum Schaben gehörig (Mediz. u.a.). — Zu ξυστίς, -όν, -ός und ξυρόν s. bes.
Etymology: Das ausgeglichene griechische Formensystem hat keine direkte außergriechische Entsprechung. Ein athematisches dehnstufiges Präsens mit Nasalinfix liegt vor in aind. kṣṇáuti schleifen, wetzen, reiben mit dem schwundstufigen Ptz. Präs. kṣṇuvāná-. Das Nasalinfix ist auch in außerpräs. For- men durchgeführt, z.B. Ptz. Perf. kṣṇutá- (= aw. hu-xšnuta- gut geschärft), Verbalnomen kṣṇótram n. Schleifstein. Das hohe Alter dieses n -Infixes ergibt sich aus lat. novācula f. ‘Scher-, Rasiermesser’ von *novāre aus *ksnovāre, einer denominativen oder deverbativen Bildung. In Betracht kommt ferner lit. sku-t-ù, skù-s-ti rasieren, schaben, wenn aus ksu- umgestellt; s. Fraenkel s.v. — Weitere Formen mit reicher Lit. bei WP. 1, 450, Pok. 585, W.-Hofmann s. novā-cula, Mayrhofer s. kṣṇáuti. Vgl. ξέω und ξαίνω.
Page 2,341-342
Mantoulidis Etymological
(=ξύνω, λειαίνω). Εἶναι συγγενικό μέ τά ξαίνω, ξέω. Θέμα ξύσ-ω, μέ ἀποβολή τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δυό φωνήεντα → ξύω.
Παράγωγα: ξύλον, ξυλεία, ξυλικός, ξύλινος, ξυλοκόπος, ξυλουργός, ξυλουργία, ξυλουργῶ, ξυλουργικός, ξυήλη (=ἐργαλεῖο γιά τό ξύσιμο ξύλου, ροκάνι), ξυρόν (=ξυράφι), ξυρέω -ῶ (=ξυρίζω), ξυρήκης (=κοφτερός σάν ξυράφι), ξύρησις, ξύσις ἤ ξῦσις, ξῦσμα ἤ ξύσμα, ξυσμός, ξυστήρ (=ξύστρα), ξυστικός, ξυστίς (=λεπτό γυναικεῖο φόρεμα, στολισμένο, πού φοροῦσαν ἐπίσημες γυναῖκες), ξυστός (=ξυμένος), τό ξυστόν (=δόρυ), ὁ ξυστός (=ὑπόστεγη στοά, ὅπου γυμνάζονταν οἱ ἀθλητές), ξύστρα. O
{{
|=Ὄμικρον
}}
Léxico de magia
arañar una estatuilla de mármol λαβὼν ζῴδιον μαρμάρινον ξῦσον δεξιᾷ χειρὶ δεξιὸν μέρος τῆς ψωλῆς toma una figurilla de mármol y araña con tu mano derecha el lado derecho de su pene SM 96A 60