περιαλιφή

Revision as of 16:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A whitewashing, IG22.1672.61.

Greek Monolingual

ἡ, Α
επίχριση με ασβέστη, το ασβέστωμα, το άσπρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιαλείφω. Ο τ. -λιφ-ή, παρλλ. του ἀλοιφή, εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του ἀλείφω, αν δεν πρόκειται βέβαια για εσφαλμένη γραφή (πρβλ. κατ-αλιφή)].