περίκρανον

Revision as of 16:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A cap, π. θήρεια Str.11.4.5, cf. Poll.2.42.

German (Pape)

[Seite 581] τό, Umgebung des Hirnschädels, Helm, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

περίκρανον: τό, περικεφαλαία ἢ καθόλου κάλυμμα κεφαλῆς, Στράβ. 502, Πολυδ. Β΄, 42.

Greek Monolingual

τὸ, Α
κάλυμμα κεφαλής, κράνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κρανον (< κρανον, βλ. κρανίο), πρβλ. μεσό-κρανον)].