περικαταστρέφω

Revision as of 16:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A turn round over, ἀγγεῖον ἀτμῶ Dsc.2.61 :— Pass., to be overturned, Str.16.2.13.

German (Pape)

[Seite 579] umkehren, Strabo.

Greek (Liddell-Scott)

περικαταστρέφω: στρέφω τι ἐντελῶς ὁλόγυρα, ἀνατρέπω, τί τινι Διοσκ. 2. 65. - Παθ., στρέφομαι ἀνάποδα καὶ τίθεμαι πέριξ τινός, Στράβ. 754.

Greek Monolingual

Α
στρέφω κάτι τελείως, ανατρέπω, αναποδογυρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καταστρέφω «στρέφω»].