περικαταστρέφω
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
English (LSJ)
turn round over, ἀγγεῖον ἀτμῶ Dsc.2.61:—Pass., to be overturned, Str.16.2.13.
German (Pape)
[Seite 579] umkehren, Strabo.
Greek (Liddell-Scott)
περικαταστρέφω: στρέφω τι ἐντελῶς ὁλόγυρα, ἀνατρέπω, τί τινι Διοσκ. 2. 65. - Παθ., στρέφομαι ἀνάποδα καὶ τίθεμαι πέριξ τινός, Στράβ. 754.
Greek Monolingual
Α
στρέφω κάτι τελείως, ανατρέπω, αναποδογυρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καταστρέφω «στρέφω»].