ποδόρρωρος

Revision as of 17:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

η, ον, (ῥωρός)    A swift-footed, Call.Dian.215 (v.l. -ρρώην).

Greek Monolingual

-ον, Α
το θηλ. ποδορρώρη
διόρθωση του ποδορρώη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ῥωρός «σφοδρός» (< ῥώννυμι «είμαι ισχυρός»)].