πνευματοκήλη

Revision as of 17:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A aneurysmal varicocele, Paul.Aeg.6.64.

German (Pape)

[Seite 640] ἡ, Windbruch, im Leibe, Paul. Aeg.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτοκήλη: ἡ, κήλη περιέχουσα ἀέρα, Παῦλ. Αἰγ. 6 64.

Greek Monolingual

η, Ν ιατρ. α) αεριώδης όγκος, αεροκήλη, που εμφανίζεται μέσα σε ιστούς και σπλάγχα ή όργανα
β) (φρ) «πνευματοκήλη του κρανίου» — αεροκήλη τών εγκεφαλικών κοιλιών.