πνευματοκήλη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, aneurysmal varicocele, Paul.Aeg.6.64.
German (Pape)
[Seite 640] ἡ, Windbruch, im Leibe, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμᾰτοκήλη: ἡ, κήλη περιέχουσα ἀέρα, Παῦλ. Αἰγ. 6 64.
Greek Monolingual
η, Ν ιατρ. α) αεριώδης όγκος, αεροκήλη, που εμφανίζεται μέσα σε ιστούς και σπλάγχα ή όργανα
β) (φρ) «πνευματοκήλη του κρανίου» — αεροκήλη τών εγκεφαλικών κοιλιών.