πολύεργος

Revision as of 18:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A hardworking, ἀροτρεύς Nic.Th.4, cf. Cat.Cod.Astr.2.179; perh. f.l. for ἀμπελοεργοί, Theoc.25.27.    II Pass., highly-wrought, elaborate, Ph.1.665.

German (Pape)

[Seite 662] von vieler Arbeit, viel arbeitend, mühsam, Theocr. 25, 27. – Auch worauf viel Arbeit verwendet ist, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύεργος: -ον, ὁ πολὺ ἐργαζόμενος, Θεόκρ. 25. 27. ΙΙ. παθ., ὁ πολὺ εἰργασμένος, ἔντεχνος, Φίλων 1. 665.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très laborieux, très diligent;
2 qui donne beaucoup de peine.
Étymologie: πολύς, ἔργον.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πολύεργος
εντομολ. ονομασία γένους κλειστόγαστρων υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που εργάζεται πολύ
2. ο πολύ δουλεμένος, πολύ επεξεργασμένος, έντεχνος («οἴνων ἀμυθήτων πολυεργούς και παμπικίλους κράσεις», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλ-εργος].

Greek Monotonic

πολύεργος: -ον (*ἔργω), αυτός που εργάζεται πολύ, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύεργος: Theocr. = πολυεργής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύεργος -ον [πολύς, ἔργον] zeer arbeidzaam.

Middle Liddell

πολύ-εργος, ον, [*ἔργω
much-working, Theocr., Anth.