πολυχείμων

Revision as of 18:07, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ονος,    A very stormy, θάλασσα App.BC5.108.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχείμων: ὁ, ἡ, λίαν δυσχείμεροςθυελλώδης, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 108.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
πολύ τρικυμιώδης, θυελλώδηςπολυχείμων θάλασσα», Αππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χείμων (< χεῖμα / χειμών «κακοκαιρία»), πρβλ. βαρυ-χείμων].