προσκαταπλάσσω

Revision as of 19:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A apply as a plaster, Heras ap. Gal.12.819, Paul.Aeg.3.81, Paraphr. Poet.de herb.86.

Greek Monolingual

ΜΑ
βάζω κατάπλασμα επί πλέον, εφαρμόζω ως έμπλαστρο επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταπλάσσω «επαλείφω, βάζω έμπλαστρο»].