[ῡ], A drag on or along, τὰ σκέλη Gal.6.155.
προσσύρω: [ῡ], σύρω πρὸς τὰ ἐμπρός, προσσύρουσι... τὰ σκέλη Γαλην. τ. 6, 155, 11.
Α1. σύρω κάτι προς τα εμπρός ή σύρω κάτι προς τον εαυτό μου2. μέσ. προσσύρομαισύρομαι προς μια κατεύθυνση.