προσσύρω

Revision as of 19:37, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῡ],    A drag on or along, τὰ σκέλη Gal.6.155.

Greek (Liddell-Scott)

προσσύρω: [ῡ], σύρω πρὸς τὰ ἐμπρός, προσσύρουσι... τὰ σκέλη Γαλην. τ. 6, 155, 11.

Greek Monolingual

Α
1. σύρω κάτι προς τα εμπρός ή σύρω κάτι προς τον εαυτό μου
2. μέσ. προσσύρομαι
σύρομαι προς μια κατεύθυνση.