προσσύρω

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσσύρω Medium diacritics: προσσύρω Low diacritics: προσσύρω Capitals: ΠΡΟΣΣΥΡΩ
Transliteration A: prossýrō Transliteration B: prossyrō Transliteration C: prossyro Beta Code: prossu/rw

English (LSJ)

[ῡ], drag on or along, τὰ σκέλη Gal.6.155.

Greek (Liddell-Scott)

προσσύρω: [ῡ], σύρω πρὸς τὰ ἐμπρός, προσσύρουσι... τὰ σκέλη Γαλην. τ. 6, 155, 11.

Greek Monolingual

Α
1. σύρω κάτι προς τα εμπρός ή σύρω κάτι προς τον εαυτό μου
2. μέσ. προσσύρομαι
σύρομαι προς μια κατεύθυνση.